Επαγγελματίες
Τι πρέπει να γνωρίζετε για την κεντρική ή ατομική εγκατάσταση κεραίας για λήψη του επίγειου ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος
Για την αναπαραγωγή του ψηφιακού σήματος στους τηλεοπτικούς δέκτες χωρίς προβλήματα είναι απαραίτητο η διάταξη λήψης να έχει εγκατασταθεί σωστά. Μια συνηθισμένη οικιακή εγκατάσταση είναι το ίδιο κατάλληλη για ψηφιακό και αναλογικό σήμα, οπότε κατά την 1η Ψηφιακή Μετάβαση του 2014 δεν ήταν απαραίτητη η αντικατάσταση του υφιστάμενου εξοπλισμού.
Τα κύρια τμήματα του συστήματος λήψης
Κεραία λήψης (aerial)
Η κεραία λήψης είναι το πρώτο σημείο υποδοχής του επίγειου ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος, που μεταδίδεται από τα Κέντρα Εκπομπής της Digea και παίζει σημαντικό ρόλο στην όλη εγκατάσταση.
Η κεραία λαμβάνει το ηλεκτρομαγνητικό κύμα που φτάνει στον χώρο της από ένα Κέντρο Εκπομπής και το μετατρέπει σε αντίστοιχο ηλεκτρικό σήμα, το οποίο και προωθεί στις μετέπειτα βαθμίδες του συστήματος λήψης για την τελική μεταφορά του στον τηλεοπτικό δέκτη. Η κεραία θα πρέπει να είναι προσανατολισμένη προς την κατεύθυνση του πλησιέστερου Κέντρου Εκπομπής που καλύπτει την περιοχή και προς το οποίο υπάρχει οπτική επαφή.
Όσο μεγαλύτερη είναι η απολαβή μιας κεραίας, η οποία μετριέται σε decibel ή εν συντομία dB, τόσο μεγαλύτερη είναι η ενίσχυση που προσφέρει στο λαμβανόμενο σήμα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη και τυχόν δευτερεύοντα χαρακτηριστικά της κεραίας, όπως η συχνοτική απόκριση. Στην αγορά διατίθενται και τηλεοπτικές κεραίες που διαθέτουν επιπρόσθετα χαρακτηριστικά, όπως ενσωματωμένους ενισχυτές ή φίλτρα που απομονώνουν ανεπιθύμητες παρεμβολές από άλλες φασματικές ζώνες, όπως, για παράδειγμα, εκπομπές από κεραίες κινητής τηλεφωνίας.
Ενισχυτής
Ο ενισχυτής είναι το κατεξοχήν ενεργό στοιχείο του συστήματος και σε ορισμένες περιπτώσεις, η αιτία προβλημάτων στην εγκατάσταση. Θεωρείται «ενεργό» στοιχείο, καθώς τροφοδοτείται από ηλεκτρικό ρεύμα, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα μέρη της διάταξης λήψης, δηλαδή της κεραίας, των ομοαξονικών καλωδίων και των κατανεμητών, που δεν χρειάζονται ρεύμα για τη λειτουργία τους και για τον λόγο αυτόν χαρακτηρίζονται ως «παθητικά».
Η τροφοδοσία του ενισχυτή μπορεί να γίνεται με άμεση σύνδεσή του σε παροχή ρεύματος, δηλαδή με έναν κεντρικό ενισχυτή διανομής κτιρίου, ή με χρήση ξεχωριστού τροφοδοτικού και τροφοδοσία μέσω της γραμμής μεταφοράς, δηλαδή με ενισχυτή ιστού ο οποίος συνοδεύεται από τροφοδοτικό εσωτερικού χώρου. Υπάρχουν επίσης ενισχυτές με ενσωματωμένη λειτουργία μείκτη, που μπορούν να μεταφέρουν σήματα διαφόρων τύπων, όπως τηλεοπτικά, ραδιοφωνικά και δορυφορικά, από την ίδια γραμμή μεταφοράς.
Ο ρόλος του ενισχυτή είναι να ενισχύει το λαμβανόμενο σήμα έτσι ώστε να καλυφθούν οι απώλειες από τις γραμμές μεταφοράς, τους κατανεμητές και τους τερματικούς διανομείς, δηλαδή τις τηλεοπτικές πρίζες μιας εγκατάστασης. Κύρια χαρακτηριστικά ενός ενισχυτή είναι η απολαβή, δηλαδή το κέρδος ενίσχυσης, η οποία μετριέται σε decibel (dB), καθώς επίσης και η μέγιστη στάθμη εξόδου που μετριέται σε dBμV.
Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η ποιότητα κατασκευής του ενισχυτή, ειδικά όταν πρόκειται για ενισχυτές ιστού που είναι εκτεθειμένοι στις καιρικές συνθήκες. Η σωστή επιλογή του ενισχυτή και η αξιόπιστη λειτουργία του εξασφαλίζει την απρόσκοπτη παροχή σήματος σε όλες τις τηλεοπτικές πρίζες της εγκατάστασης, ενώ η κακή ρύθμιση ή δυσλειτουργία του δημιουργεί προβλήματα διαφόρων τύπων στους τηλεοπτικούς δέκτες, ενώ σε ειδικές συνθήκες (αυτοταλάντωση) μπορεί να προκαλέσει ακόμα και παρεμβολές σε γειτονικές εγκαταστάσεις.
Χάρη στην προηγμένη τεχνολογία του ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος, σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι απαραίτητη η χρήση ενισχυτή, παρ’ ότι μπορεί να ήταν αναγκαία στην αναλογική εποχή. Αυτό συμβαίνει συνήθως σε μικρές εγκαταστάσεις λήψης, όπως μονοκατοικίες, όπου η στάθμη του ψηφιακού σήματος από το δίκτυο της Digea επαρκεί για την τροφοδότηση μίας ή και δύο τηλεοράσεων χωρίς την ανάγκη ενίσχυσης. Στην περίπτωση αυτή, ο τηλεθεατής μπορεί να αποφύγει περιττά έξοδα και εργασίες, οπότε προτείνεται αρχικά να εξετάζεται η δυνατότητα αυτή προτού αποφασιστεί η αγορά και η εγκατάσταση ενισχυτή.
Κατανεμητές
Οι κατανεμητές χρησιμοποιούνται για τον διαχωρισμό μιας ομοαξονικής γραμμής μεταφοράς σε περισσότερες, έτσι ώστε να υλοποιηθούν διακλαδώσεις ή να τροφοδοτηθούν περισσότερες συσκευές από τον ίδιο κλάδο. Υπάρχουν σε διάφορα μεγέθη και αριθμούς εξόδων (1:2, 1:3, 1:4, 1:6 κ.λπ.), ανάλογα με τις ανάγκες της εγκατάστασης και όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός εξόδων τόσο ελαττώνεται η στάθμη του σήματος σε κάθε έξοδο.
Γραμμές μεταφοράς (εσωτερικά / εξωτερικά ομοαξονικά καλώδια)
Η μεταφορά του σήματος μεταξύ των βαθμίδων λήψης μιας τηλεοπτικής εγκατάστασης γίνεται με τη χρήση ομοαξονικών καλωδίων αντίστασης 75Ω. Καλώδια αυτού του τύπου χρησιμοποιούνται επίσης εντός των τοίχων (δομημένη καλωδίωση) και αποτελούν το δίκτυο διανομής προς τις τηλεοπτικές πρίζες.
Το κύριο χαρακτηριστικό των ομοαξονικών γραμμών μεταφοράς είναι η εξασθένηση (attenuation), η οποία συνήθως μετριέται σε decibel (dB) ανά 100 μέτρα μήκους καλωδίου. Υπάρχουν επίσης δευτερεύοντα χαρακτηριστικά, όπως η ακαμψία τους ή η ειδική κατασκευή τους για αντοχή σε συνθήκες εξωτερικού χώρου (συνήθως καλώδια μαύρου χρώματος).
Με την πάροδο του χρόνου, τα καλώδια αυτά μπορεί να φθαρούν και το εξωτερικό μονωτικό στρώμα που διαθέτουν να πολυμεριστεί, επιτρέποντας έτσι την εισχώρηση υγρασίας και την αλλοίωση των ηλεκτρικών χαρακτηριστικών του καλωδίου. Για αυτόν τον λόγο, προτείνεται ο περιοδικός έλεγχος της κατάστασης των καλωδίων (ειδικά όσων είναι σε εξωτερικό χώρο) και η αντικατάστασή τους, εφόσον εντοπιστούν ίχνη φθοράς. Συχνά, η αντικατάσταση φθαρμένων καλωδίων αρκεί για να επιλύσει προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί, αποφεύγοντας έτσι χρονοβόρες διαδικασίες διερεύνησης και περιττά έξοδα.
Οι γραμμές μεταφοράς στα άκρα τους συνήθως έχουν ακροδέκτες (βύσματα) τύπου F (βιδωτά) ή IEC TV (τηλεοπτικά) αναλόγως της υποδοχής των συσκευών που συνδέονται.
Πρίζες (τερματικοί διανομείς)
Είναι οι πρίζες στις οποίες φθάνει το σήμα αφού περάσει από όλες τις βαθμίδες μιας εγκατάστασης λήψης και φυσικά, ο τελευταίος κρίκος που συνδέει την κεραία με τη συσκευή αναπαραγωγής (τηλεόραση).
Υπάρχουν δύο ειδών πρίζες: πρίζες διέλευσης και τερματικές. Οι πρίζες διέλευσης θέλουν ιδιαίτερη προσοχή, ιδίως σε κεντρικές εγκαταστάσεις, διότι βρίσκονται σε ενδιάμεσα σημεία των κλάδων και η λειτουργία τους είναι να διαχωρίζουν την ισχύ του σήματος λήψης που φτάνει σε αυτές. Ένα μέρος της ισχύος το αποδίδουν στο δέκτη που συνδέεται σε αυτές (τηλεόραση ή αποκωδικοποιητής), ενώ η υπόλοιπη ισχύς αφήνεται να συνεχίσει τη διαδρομή της προς την επόμενη πρίζα. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι εάν υπάρξει βλάβη σε μια τέτοια πρίζα και διακοπεί η μεταφορά του σήματος σε εκείνο το σημείο, τότε καμία από τις πρίζες που ακολουθούν δεν θα λάβει σήμα. Κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η αναλογία του σήματος που εξέρχεται από τη συγκεκριμένη πρίζα προς τη συνδεδεμένη συσκευή λήψης σε σχέση με το σήμα που προωθείται προς τη συνέχεια του κυκλώματος. Η αναλογία αυτή μετριέται σε decibel (dB).
Για τη σωστή επιλογή των κατάλληλων πριζών (ειδικά τις πρίζες διέλευσης), είναι σημαντικό να προηγηθεί μελέτη της εγκατάστασης που θα λάβει υπόψη τη στάθμη του λαμβανόμενου σήματος, την ύπαρξη ενισχυτή και τη στάθμη εξόδου του, τον αριθμό των πριζών κ.λπ. Η εσφαλμένη διαστασιολόγηση της εξασθένησης των πριζών σε σχέση με το πλήθος και τις αποστάσεις καλωδίωσης είναι συχνά ο λόγος που οι τηλεοπτικοί δέκτες που συνδέονται σε απομακρυσμένες πρίζες παρουσιάζουν προβλήματα λήψης ενώ το σήμα στην είσοδο της εγκατάστασης είναι ισχυρό.
Για καλύτερα αποτελέσματα, προτείνεται οι πρίζες και των δύο ειδών που δεν χρησιμοποιούνται να τερματίζονται από εξωτερικές αντιστάσεις των 75Ω. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγονται φαινόμενα ανάκλασης σήματος και στάσιμων κυμάτων στις γραμμές μεταφοράς.
Μετρήσεις ποιότητας του λαμβανόμενου ψηφιακού σήματος
Εξοπλισμός
Θα χρειαστείτε οπωσδήποτε αναλυτή επίγειου ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος (DVB-T analyzer).
Πρόκειται για εξειδικευμένο μετρητικό εξοπλισμό, με πολύ περισσότερες δυνατότητες από ένα απλό πεδιόμετρο. Οι συσκευές αυτές διατίθενται στην αγορά από διάφορους κατασκευαστές, με ευρύ φάσμα δυνατοτήτων και χαρακτηριστικών.
Συνήθως παρέχεται και η δυνατότητα αποκωδικοποίησης και απεικόνισης του σήματος video, που χρησιμεύει στην αναγνώριση των διάφορων σημάτων που λαμβάνονται.
Πού γίνονται οι μετρήσεις;
Μετρήσεις ποιότητας σήματος DVB-T σε μια εγκατάσταση μπορούν να γίνουν σε κάθε ένα από τα επιμέρους τμήματα που την αποτελούν, εφόσον φυσικά ο τεχνικός διαθέτει τον απαραίτητο εξοπλισμό (αναλυτή σήματος, προσαρμογείς, προεκτάσεις καλωδίων κ.λπ.). Συνήθως οι τηλεθεατές αντιλαμβάνονται ένα πιθανό πρόβλημα στην τελική βαθμίδα της εγκατάστασής τους, που είναι η είσοδος στον δέκτη τους, οπότε μια μέτρηση εκεί θα επιβεβαιώσει το πρόβλημα αλλά δεν θα εντοπίσει απαραίτητα την πραγματική αιτία του.
Το πρώτο βήμα, επομένως, για τον έλεγχο μιας εγκατάστασης θα πρέπει να είναι μια απευθείας μέτρηση του λαμβανόμενου σήματος στο αρχικό σημείο λήψης, εκεί δηλαδή που βρίσκεται η κεραία (συνήθως στην οροφή του κτιρίου). Ιδανικά, θα πρέπει να αποφεύγεται η μέτρηση μέσω της ήδη εγκατεστημένης κεραίας, καθώς ο στόχος είναι να γίνει μια μέτρηση αναφοράς που θα δείξει τη στάθμη του λαμβανόμενου σήματος απευθείας από το Κέντρο Εκπομπής της Digea, χωρίς αλλοιώσεις λόγω πιθανής δυσλειτουργίας τμημάτων της εγκατάστασης λήψης.
Συγκρίνοντας, στη συνέχεια, αυτήν τη μέτρηση αναφοράς με την αντίστοιχη στην είσοδο του δέκτη μπορεί εύκολα να εκτιμηθεί εάν υπάρχει κάποιο πρόβλημα στην εγκατάσταση λήψης ή εάν η στάθμη του λαμβανόμενου σήματος είναι εξαρχής χαμηλή.
Για να γίνει αυτή η μέτρηση χωρίς να παρεμβάλλεται η κεραία της εγκατάστασης, ο τεχνικός θα πρέπει να διαθέτει μια καλής ποιότητας κατευθυντική κεραία με βαθμονομημένα τεχνικά χαρακτηριστικά (απολαβή ανά συχνότητα, antenna factor κ.λπ.) έτσι ώστε στη συνέχεια να μπορεί να γίνει η κατάλληλη επεξεργασία και αξιολόγηση των μετρήσεων.
Η διαδικασία αυτή είναι επίσης ιδιαίτερα σημαντική όταν γίνεται αναφορά για πρόβλημα στη λειτουργία κάποιου κέντρου εκπομπής, καθώς εάν δεν υπάρχουν τα ανωτέρω δεδομένα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επαναληφθούν και να επιβεβαιωθούν οι μετρήσεις.
Έχοντας αυτήν την αρχική μέτρηση αναφοράς, ο τεχνικός μπορεί, στη συνέχεια, να εξετάσει μία προς μία τις επιμέρους βαθμίδες του συστήματος λήψης έως ότου εντοπίσει το σημείο στο οποίο προκαλείται το πρόβλημα. Μόλις γίνει αυτό, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση της κατάλληλης λύσης είναι συνήθως απλή υπόθεση.
Παράμετροι σήματος DVB–T που μεταδίδεται από το δίκτυο της Digea
Συμπίεση: MPEG-4 (AVC/H.264)
Διαμόρφωση: QPSK, 16-QAM, 64-QAM
Ρυθμός κώδικα: 1/2, 2/3, 3/4, 5/6, 7/8
Guard Interval: 1/4, 1/8, 1/16, 1/32
OFDM Mode: 8K
Εύρος ζώνης διαύλου: 8 MHz
Φασματική απεικόνιση
Το επίγειο ψηφιακό τηλεοπτικό σήμα DVB-T αποτελείται από μεγάλο αριθμό μεμονωμένων φερουσών συχνοτήτων (carriers) στενά διαταγμένων σε ένα δίαυλο εύρους 8 MHz. Με το κατάλληλο όργανο, ένας τεχνικός μπορεί να δει το φασματικό περιεχόμενο ενός διαύλου ψηφιακής τηλεόρασης στο σημείο μέτρησης, που τυπικά έχει την ακόλουθη μορφή:
Στην πράξη βέβαια, το μετρούμενο σήμα στα επιμέρους σημεία μιας διάταξης λήψης σπάνια έχει αυτήν την ιδανική μορφή, ειδικά αν οι μετρήσεις αφορούν σε εγκατάσταση που έχει διαπιστωμένο πρόβλημα. Ανάλογα με τις αλλοιώσεις που έχει η μετρούμενη κυματομορφή, ενδέχεται να είναι εμφανής η φύση του προβλήματος, καθώς και η βαθμίδα από την οποία προκαλείται.
Ένταση πεδίου
Η ένταση του ηλεκτρικού πεδίου ενός επίγειου ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος σε ένα συγκεκριμένο σημείο λήψης μετριέται σε dBμV/m (λογαριθμική σύγκριση της στάθμης του πεδίου σε σχέση με το 1 microvolt ανά μέτρο). Πρακτικά, ωστόσο, τα όργανα μέτρησης (πεδιόμετρα ή αναλυτές φάσματος) μετρούν στην είσοδό τους είτε τάση (dBμV) είτε ισχύ (dBm). Για τη μετατροπή των μεγεθών αυτών σε ισοδύναμη ένταση πεδίου (dBμV/m) είναι απαραίτητη η γνώση κι άλλων παραμέτρων, όπως ο Antenna Factor της κεραίας λήψης και οι απώλειες των καλωδίων.
Δεν είναι απαραίτητη η χρήση της έντασης ηλεκτρικού πεδίου κατά την εκτέλεση των μετρήσεων, καθώς τα μεγέθη της τάσης (dBμV) ή της ισχύος (dBm) είναι απολύτως επαρκή για τον έλεγχο μιας εγκατάστασης. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να αποφεύγεται η σύγχυση μεταξύ τους και ειδικότερα μεταξύ dBμV και dBμV/m.
Η ελάχιστη απαραίτητη στάθμη πεδίου (ή ισοδυνάμων μεγεθών) για τη λήψη και την αποδιαμόρφωση του ψηφιακού τηλεοπτικού σήματος εξαρτάται από τις παραμέτρους εκπομπής (π.χ. 16-QAM, 64-QAM κ.λπ.) καθώς και σε μικρότερο βαθμό, από την ευαισθησία του τηλεοπτικού δέκτη.
Σηματοθορυβικός λόγος (Signal-to-Noise Ratio - SNR)
Ο Σηματοθορυβικός λόγος είναι η πιο γενική μέτρηση της ποιότητας ενός σήματος. Η τιμή της μέτρησης παρουσιάζεται σε decibel (dΒ) και είναι ο λόγος της στάθμης του χρήσιμου τηλεοπτικού σήματος προς το επίπεδο του θορύβου (περιλαμβάνονται και τα μη επιθυμητά λοιπά λαμβανόμενα σήματα που χαρακτηρίζονται ως «παρεμβολές»). Μεγαλύτερες τιμές SNR υποδηλώνουν ισχυρότερη λήψη σήματος.
Στα ψηφιακά σήματα, η μέτρηση του SNR δίνει μεν μια γενική εικόνα για την ποιότητα της λήψης, δεν μπορεί, ωστόσο, να διακρίνει άλλες παραμέτρους που την επηρεάζουν, όπως, για παράδειγμα, προβλήματα φάσης ή συγχρονισμού.
Λόγος σφαλμάτων διαμόρφωσης (Modulation Error Ratio - MER)
Το MER δείχνει την απόκλιση της ψηφιακής διαμόρφωσης του λαμβανόμενου σήματος από την ιδανική. Το MER, όπως και το SNR, εκφράζεται σε decibel (dB) και οι μεγαλύτερες τιμές υποδηλώνουν ποιοτικότερη λήψη σήματος. Ένα ψηφιακό σήμα 64-QAM, για παράδειγμα, παρουσιάζει 64 σημεία (στόχους) μέσα σε ένα πίνακα 8×8 τετραγώνων.
Η ιδανική κατάσταση των 64 συμβόλων που εκπέμπονται είναι να βρίσκονται ακριβώς στο κέντρο των τετραγώνων, σαν μια μικρή κουκίδα, στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχει μια παρουσία από μικρά «σύννεφα» στο κάθε τετράγωνο τα οποία σχηματίζονται γύρω από το κέντρο του. Όσο μεγαλύτερο είναι το MER τόσο πιο μικρά είναι αυτά τα σύννεφα, θυμίζοντας περισσότερο κουκίδα στο κέντρο του τετραγώνου.
Παραδείγματα σημάτων λήψης με υψηλό MER: τα «σύννεφα» (μπλε) γύρω από τους στόχους (κόκκινο) είναι περιορισμένης έκτασης, συμβάλλοντας στην ορθή αποκωδικοποίηση του ψηφιακού σήματος
Παραδείγματα σημάτων λήψης με χαμηλό MER: τα «σύννεφα» είναι διάσπαρτα και πιο αραιά και είναι σημαντικά πιθανότερη η εμφάνιση σφαλμάτων κατά την αποδιαμόρφωση.
Η μέτρηση του MER επηρεάζεται σχεδόν από όλες τις παραμέτρους που μπορούν να αλλοιώσουν το ψηφιακό σήμα, όπως τον εκπεμπόμενο θόρυβο φάσης, τον λόγο της φέρουσας ως προς τον θόρυβο, γραμμικές και μη γραμμικές παραμορφώσεις, ενδοδιαμορφώσεις κ.λπ. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι να μην έχουμε ποτέ τέλειες κουκίδες στην ανάλυση του ψηφιακού σήματος. Εάν οι παραμορφώσεις αυτές είναι μεγάλης κλίμακας, ορισμένες κουκίδες εντοπίζονται πλέον εκτός του «τετραγώνου» τους, με αποτέλεσμα να ερμηνεύονται ως εσφαλμένη πληροφορία.
Προφανώς, όσο μεγαλύτερο είναι το μέγεθος του «τετραγώνου» τόσο μειώνεται η πιθανότητα σφάλματος, οπότε και το σήμα είναι πιο ανθεκτικό σε αλλοιώσεις, στον αντίποδα όμως, για να γίνει αυτό υπάρχουν λιγότερα «τετράγωνα» οπότε και το συγκεκριμένο σχήμα διαμόρφωσης μπορεί να μεταφέρει λιγότερη πληροφορία (bitrate).
Bit Error Rate - BER
Το BER είναι η μέτρηση του λόγου των εσφαλμένα αποκωδικοποιημένων ψηφίων προς τα συνολικά λαμβανόμενα ψηφία. Με άλλα λόγια, είναι ο αριθμός των σφαλμάτων που έχει η ψηφιακή πληροφορία στο σημείο που λαμβάνεται σε σχέση με το σημείο που ξεκίνησε, δηλαδή το Κέντρο Εκπομπής της Digea. Καθώς το σήμα DVB-T έχει διάφορα στάδια κωδικοποίησης, υπάρχουν περισσότερες από μία μετρήσεις BER. Αναλόγως του οργάνου μέτρησης, αυτές μπορούν να εμφανίζονται με διάφορες ονομασίες, όπως CBER, VBER κ.λπ. Η παράμετρος BER του τελευταίου σταδίου της κωδικοποίησης (συνήθως εμφανίζεται ως VBER) είναι η πλησιέστερη ένδειξη στην εικόνα που θα δει ο τηλεθεατής, καθώς μεγάλος αριθμός BER στο στάδιο αυτό αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε παγώματα ή pixel στην οθόνη της τηλεόρασης.
Σε επίπεδο διάγνωσης προβλημάτων, ωστόσο, δεν προσφέρει κάποιο ιδιαίτερο πλεονέκτημα σε σχέση με μετρήσεις SNR ή MER και κατά κανόνα χρησιμοποιείται συνδυαστικά με αυτές.
Λήψη πολλαπλών σημάτων (Echoes)
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές ιδιότητες του DVB-T είναι η δυνατότητα των δεκτών να αναγνωρίσουν και να συγχρονίσουν δύο ή περισσότερα όμοια σήματα που λαμβάνονται με χρονική καθυστέρηση και να μην θεωρηθούν αυτά ως εκατέρωθεν παρεμβολές. Αυτό επιτρέπει τη δημιουργία μονοσυχνικών δικτύων (SFN), όπου γειτονικά Κέντρα Εκπομπής μεταδίδουν το ίδιο περιεχόμενο στις ίδιες συχνότητες, επιτυγχάνοντας έτσι σημαντική οικονομία στη χρήση του φάσματος.
Πέραν της εμφανώς αποδοτικότερης χρήσης του φάσματος, η ιδιότητα του συγχρονισμού πολλών σημάτων βελτιώνει σημαντικά την ποιότητα λήψης αφού πλέον το σήμα δεν επηρεάζεται από ανακλάσεις κοντά στο σημείο λήψης από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια (λόφοι, κτίρια, κινούμενα οχήματα κ.λπ.). Εφόσον υπάρχει ένα ισχυρό κύριο σήμα, η ποιότητα λήψης θα παραμείνει σταθερή ακόμα και σε περιβάλλον με έντονες ανακλάσεις. Αντιθέτως, ένα αναλογικό τηλεοπτικό σήμα με δευτερεύουσα λήψη του εαυτού του λόγω ανάκλασης (π.χ. σε κοντινό κτίριο) θα εμφάνιζε είδωλα και αλλοιώσεις.
Οι τηλεθεατές δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι για να αξιοποιήσουν την ιδιότητα λειτουργίας σε SFN, καθώς οι πάροχοι δικτύου φροντίζουν τα σήματα από τα Κέντρα Εκπομπής του ίδιου SFN να φτάνουν συγχρονισμένα στις περιοχές κάλυψης. Υπάρχει, ωστόσο, μια πολύ ειδική περίπτωση όπου ο προσανατολισμός της κεραίας λήψης μπορεί να παίξει ρόλο: αυτό συμβαίνει όταν λαμβάνονται 2 σήματα με την ίδια ένταση.
Στην περίπτωση αυτή τα 2 σήματα ενδέχεται να φθάνουν με διαφορά φάσης και να αλληλοαναιρούνται δημιουργώντας προβλήματα στην ποιότητα της λήψης ενώ η στάθμη του σήματος παραμένει υψηλή. Το φαινόμενο αυτό μπορεί εύκολα να εντοπιστεί χρησιμοποιώντας τη λειτουργία χρονικής ανάλυσης σημάτων του αναλυτή DVB-T και ελέγχοντας τη σχετική στάθμη κάθε λαμβανόμενου σήματος. Το αποτέλεσμα θα είναι επίσης εμφανές στην απεικόνιση του φάσματος του καναλιού που θα έχει μια χαρακτηριστική «πριονωτή» μορφή: